Λέξη: κηπουρικός
Μεταφράσεις: κηπουρικός
κηπουρικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gardening, horticultural, Lawn, garden stock
κηπουρικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jardinería, hortícola, horticultura, hortícolas, la horticultura, hortofrutícola
κηπουρικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gartenarbeit, Gartenbau, gartenbaulichen, Gartenbauer
κηπουρικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
horticulture, jardinage, horticole, horticoles, l'horticulture, d'horticulture
κηπουρικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orticoltura, orticolo, orticola, orticoli, horticultural
κηπουρικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hortícola, horticultura, hortícolas, horticultural, de horticultura
κηπουρικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tuinieren, tuinbouw-, tuinbouw, tuinbouwproducten, tuinbouwbedrijf, de tuinbouw
κηπουρικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
садоводство, садовод, садовый, садоводства, садоводческих, садоводческий
κηπουρικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hagearbeid, hagebruk, horticultural, hagebruks, gartneri
κηπουρικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hortikulturell, trädgårdsskötsel, trädgårdsodling, horticultural
κηπουρικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puutarha-, puutarhakasvien, puutarha, puutarhatalouden
κηπουρικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
havebrug, gartneri, havebrugs-, gartneri-, gartnerisektoren
κηπουρικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahrádkářství, zahradničení, zahradnictví, zahradnický, zahradnické, zahradnická, zahradnických
κηπουρικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogrodnictwo, warzywnictwo, ogrodniczy, ogrodnicze, ogrodniczych, ogrodnictwa, ogrodnicza
κηπουρικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kertészkedés, kertészeti, kerti, a kertészeti, kertgazdasági, kertészetben
κηπουρικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahçıvanlık, bahçecilik, bahçe, Horticultural, bahçecilikte
κηπουρικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
садівництво, садовий, садову, малярні, садова
κηπουρικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kopshtarit, kopshtarit, hortikulturore, hortikulturës, e kopshtarit
κηπουρικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градинарство, градинарски, градинарството, градинарско, градински
κηπουρικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
садовы, садовая, садовую
κηπουρικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aiandus, aiandus-, aianduses, aia-, aiandussaadused, aiakultuuride
κηπουρικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrtlarstvo, hortikulturni, hortikulturu, i hortikulturni, hortikulturno, hortikulturi
κηπουρικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
garðyrkju, Garðyrkjuskóli, garðræktar, Garðyrkjuskóla, Garðyrkjuþjónusta
κηπουρικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sodininkystė, sodininkystės, sodo, sodininkyst, sodininkyst ÷, sodininkystei
κηπουρικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārzkopība, dārzkopības, dārzkopībai, dārzkopības vai, dārzkopībā
κηπουρικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хортикултура, хортикултурно, хортикултурни, градинарски, хортикултурното, за хортикултурно
κηπουρικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
horticultură, horticol, horticole, horticultura, horticolă
κηπουρικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrtnarska, vrtnarske, hortikulturo, hortikulturi, vrtnarski
κηπουρικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záhradníčení, záhradnícky, zahradnický