Propio στα ελληνικά

Μετάφραση: propio, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολικός, προσωπικός, κατέχω, κατάλληλος, πρόσφορος, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Propio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boda στα ελληνικά - γάμος, γάμο, γάμου, του γάμου, γαμήλια
  • bostezar στα ελληνικά - χασμουριέμαι, χασμουρητό, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος
  • cauterizar στα ελληνικά - καυτηριάζω, καυτηρίαση, καυτηρίαζαν, είναι καυστικó για, είναι καυστικó
  • ofrecer στα ελληνικά - προσφορά, παραδίνω, προσφέρω, παρών, δώρο, παρουσιάζω, δίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Propio στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολικός, προσωπικός, κατέχω, κατάλληλος, πρόσφορος, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική