Λέξη: διαφεύγω

Σχετικές λέξεις: διαφεύγω

διαφεύγω συνωνυμα, διαφεύγω την προσοχή, διαφεύγω ορισμός

Συνώνυμα: διαφεύγω

διεκφεύγω, υπεκφεύγω, δραπετεύω, διασώζομαι

Μεταφράσεις: διαφεύγω

διαφεύγω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elude, escape

διαφεύγω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esquivar, escaparse, eludir, escape, fuga, escapar, de escape, huida

διαφεύγω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausweichen, entkommen, entwischen, meiden, Flucht, Entweichen, Austritt, entfliehen

διαφεύγω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fuir, éludons, esquiver, éluder, éludent, éviter, éludez, échapper, évasion, fuite, échappement, évacuation

διαφεύγω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schivare, fuga, di fuga, escape, evasione, fuggire

διαφεύγω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elucidar, aclarar, fuga, escapar, de escape, de fuga, saída

διαφεύγω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwijken, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen

διαφεύγω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избежать, ускользать, уклоняться, избегнуть, побег, бежать, выход, бегство, спасение

διαφεύγω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flukt, rømning, escape, flykte, unnslippe

διαφεύγω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flykt, fly, escape, flykten, utrymnings

διαφεύγω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välttää, väistää, paeta, escape, pakenemaan, poistumisteiden

διαφεύγω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flugt, escape, flygte, undslippe, udslip

διαφεύγω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obejít, uhnout, uniknout, unikat, útěk, únik, úniku, escape

διαφεύγω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwodzić, umykać, wymijać, unikać, uciekać, ucieczka, uciec, ucieczki, escape, ewakuacji

διαφεύγω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menekülés, menekülési, escape, menekülni, hogy tökéletes nyugalmat

διαφεύγω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçış, escape, bir kaçış, Merdiveni, kaçma

διαφεύγω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уникніть, уникати, вислизати, уникнути, ухилятися, втечу, втеча, пагін

διαφεύγω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ikje, arratisje, shpëtim, shpëtojnë, shpëtuarit

διαφεύγω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бягство, избяга, бягството, бягство от ежедневието, евакуация

διαφεύγω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўцёкі, уцёкі

διαφεύγω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põgenemine, põgeneda, põgenemiseks, pingete maandamiseks, põgenemise

διαφεύγω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvrdati, izbjeći, bijeg, pobjeći, bijega, za bijeg, izlaza

διαφεύγω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flýja, Escape

διαφεύγω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape

διαφεύγω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbēgt, glābšanās, evakuācijas, izkļūt, izbēgt

διαφεύγω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бегство, избега, да избега, бегството, бегање

διαφεύγω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evadare, evacuare, de evacuare, scăpare, scăpa

διαφεύγω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unikat, pobeg, escape, pobegniti, izhod v sili, za izhod v sili

διαφεύγω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uniknúť
Τυχαίες λέξεις