Κατέχω στα ισπανικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propio, poseer, conceder, mantener, celebrar, sostener, contener, retener
Κατέχω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας ισπανικά, κατέχω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα ισπανικά - tenso, lleno, llena, cargado, cargada
  • κατάχρηση στα ισπανικά - malversación, insultar, abuso, maltratar, desfalco, abusar, injuriar, ...
  • κατήγορος στα ισπανικά - fiscal, fiscalía, el fiscal, fiscal de, procurador
  • κατήφεια στα ισπανικά - melancólico, triste, penumbra, oscuridad, pesimismo, tristeza, melancolía
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: propio, poseer, conceder, mantener, celebrar, sostener, contener, retener