Resistir στα ελληνικά

Μετάφραση: resistir, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Resistir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbitrar στα ελληνικά - διαιτητεύω, διαιτητεύουν, διαιτησία, διαιτητεύσει, διαιτητεύει, διαιτησίας
  • atleta στα ελληνικά - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
  • fréjol στα ελληνικά - φασόλι
  • inocular στα ελληνικά - εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
Τυχαίες λέξεις
Resistir στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί