Λέξη: κέρδος

Σχετικές λέξεις: κέρδος

κέρδος στο internet, κέρδος ομόλογα, κέρδοσ επί πτωμάτων, κέρδος φαρμακείου, κέρδος ορισμός, κέρδος συνώνυμα, κέρδος κεραίας, κέρδος από ιστοσελίδα, κέρδος on line, κέρδος φαρμακοποιών

Συνώνυμα: κέρδος

ωφέλεια, παράς, απολαβή, όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, αποζημίωση

Μεταφράσεις: κέρδος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
profit, gain, benefit, a profit, profits
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
provecho, ganancia, ventaja, logro, lucro, beneficio, ganancias, de beneficio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
profit, nutzen, gewinn, Gewinn, Profit, profitieren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, boni, intérêt, acquérir, gain, bénéficient, revenu, produit, profiter, profit, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utile, vantaggio, profitto, guadagno, profittare, profit, di profitto, lucro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perfil, lucros, lucro, proveito, vantagem, lucrar, de lucro, o lucro, fins lucrativos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, gewin, verdienste, winst, profit, winst-, de winst, winstoogmerk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
барыш, нажива, доход, корысть, прибыль, толк, польза, полезность, пользоваться, разжива, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
profitt, gevinst, vinning, profit, overskudd, fortjeneste, resultat
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinning, vinst, behållning, resultat, resultatet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyöty, netto, tuotto, tulo, hyötyä, ansio, voitto, etu, voittoa, tulos, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortjeneste, profitere, profit, resultat, overskud, gevinst
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prospěch, užitek, vydělávat, výdělek, zisk, získat, výnos, profit, zisku, ziskové, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korzystać, korzyść, zysk, dochód, zyskać, zysku, zysków, profit, wynik
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyereség, haszon, profit, eredmény, nyereséget
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kâr, kazanç, kar, karı, kârı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
профілювання, прибуток, прибутку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitim, dobi, fitimi, fitimprurëse, fitimit, fitimi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печалба, печалбата, печалби, на печалбата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыбытак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasum, kasumi, kasumit, tulu, kasu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oblik, crtež, profilnom, profil, dobit, profit, dobiti, na dobit, profita
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagsmunir, hagnaður, gagn, hagnast, hagnaði, hagnað, gróði, hagnaðarskyni
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lucror, lucrum, commodum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pelnas, pelno, pelną, nauda
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
peļņa, pelnīt, peļņas, peļņu, pe
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
профит, добивката, добивка, профитот, билансот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
beneficiu, profit, profita, profitul, profitului, de profit
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
užitek, dobiček, poslovni, dobička, poslovni izid
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zisk, úžitok, výnos, zisku, zisky

Στατιστικά δημοτικότητας: κέρδος

Τυχαίες λέξεις