Λέξη: απλοχέρης

Μεταφράσεις: απλοχέρης

απλοχέρης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extravagant, ungrudging, openhanded, generously, generosity, largesse

απλοχέρης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pródigo, extravagante, despilfarrado, de buena gana, ungrudging

απλοχέρης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwenderisch, überspannt, neidlos, ungrudging, bereitwillig, vom ganzen Herzen kommend

απλοχέρης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
extravagant, outrancier, excentrique, dissipateur, exagéré, outré, dépensier, prodigue, excessif, exorbitant, donné sans compter, ungrudging

απλοχέρης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ungrudging

απλοχέρης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dado de bom grado, incansável

απλοχέρης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buitensporig, van harte gegeven, gul

απλοχέρης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экстравагантный, бессмысленный, сумасбродный, нелепый, химерический, несуразный, помпезный, нерасчетливый, непомерный, крайний, взбалмошный, бестолковый, расточительный, добрый

απλοχέρης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ødsel, ungrudging

απλοχέρης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
OFÖRBEHÅLLSAM, HELHJÄRTAD, GENERÖS

απλοχέρης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yletön, liika, liiallinen, ylenpalttinen, ungrudging

απλοχέρης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ungrudging

απλοχέρης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extravagantní, nemírný, marnotratný, přehnaný, výstřední, rozhazovačný, ochotný, velkorysý

απλοχέρης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekstrawagancki, marnotrawny, nowatorski, lekkomyślny, przesadny, rozrzutny, nadmierny, wystawny, dziwaczny, hojny

απλοχέρης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tékozló, bőkezű, őszinte

απλοχέρης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutumsuz, istekli, cömert, memnuniyetle verilen, esirgemeyen, seve seve yapan

απλοχέρης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добрий, добра, добру

απλοχέρης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpirtgjerë, zemërbardhë

απλοχέρης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щедър, обилен, даващ с готовност

απλοχέρης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, добрый, выгляд, добрую

απλοχέρης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pillav, ekstravagantne, tõrkumatu, heatahtlik

απλοχέρης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastran, neobičan, koji ne gunđa, ne gunđa, gunđa

απλοχέρης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðslusamur, ungrudging

απλοχέρης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prodigus

απλοχέρης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Gausūs, Hojny

απλοχέρης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vēlīgs, labprātīgs

απλοχέρης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
радосно

απλοχέρης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cheltuitor, binevoitor, mărinimos

απλοχέρης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ungrudging

απλοχέρης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
extravagantní, ochotný, je ochotný
Τυχαίες λέξεις