Subsistir στα ελληνικά
Μετάφραση: subsistir, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχω, ζω, ζωντανός, μένω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα
Μεταφράσεις
- contestación στα ελληνικά - απαντώ, αντίλογος, απάντηση, ανταπαντώ, απαντήσει, απαντήσουν, απαντήσετε, ...
- decidirse στα ελληνικά - προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, υπολογίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, ...
- estrechez στα ελληνικά - δυστυχία, μιζέρια, στενότητα, στενότητας, η στενότητα, περιορισμένου εύρους, περιορισμένο εύρος
- incitar στα ελληνικά - παρακινώ, εξωθώ, ξεκινώ, υποκινούν, υποκινήσουν, υποδαυλίζουν, υποκινήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Subsistir στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, ζωντανός, μένω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, ζωντανός, μένω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα