Λέξη: καινοτόμος

Σχετικές λέξεις: καινοτόμος

καινοτόμος ή καινοτομικός, καινοτόμος ιδέα, καινοτόμος κλίση, καινοτόμος συνώνυμο, καινοτόμος επιχειρηματίας της χρονιάς, καινοτόμος ορισμός, καινοτόμος λεξικό, καινοτόμος δράση, καινοτόμος μάθηση, καινοτόμος επιχειρηματικότητα

Μεταφράσεις: καινοτόμος

καινοτόμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
innovative, innovating, innovator, novel, an innovative

καινοτόμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
innovando, innovar, innovación, innovador, innovadora

καινοτόμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neu, innovativ, neuartig, Innovation, Innovationen, innovative, innovativen

καινοτόμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
innovateur, innover, innovant, innovation, innovantes, innovante

καινοτόμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innovare, innovando, innovazione, innovative, innovativo

καινοτόμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inovando, inovar, inovação, inovadoras, inovadora

καινοτόμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
innoveren, innoverende, innoveert, vernieuwende, innoverend

καινοτόμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рационализаторский, новаторский, новый, передовой, инновационный, инновации, инновационных, инновационной, инновационной деятельности

καινοτόμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nyskapende, innovating, innovative, nytt for, nyskaping

καινοτόμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
innovativa, nyskapande, innovation, innovativ, innovationer

καινοτόμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kekseliäs, innovatiivinen, moderni, innovoidaan, innovaatioita, innovatiivisten, innovatiivisia, innovointia

καινοτόμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
innovere, forny, innovation, innovative, at innovere

καινοτόμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
novátorský, novotářský, inovace, inovaci, inovuje, inovovat, inovujících

καινοτόμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
innowacyjny, nowatorski, innowacje, innowacji, innowacyjne, innowacyjnych, innowację

καινοτόμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
innovatív, újító, innovációs, innovációval, innovációt

καινοτόμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenilikler, yenilikçi, yenilik, yenileyerek, yenilemektedir

καινοτόμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нововведення, інноваційний, інноваційного, іноваційний

καινοτόμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
innovating, inovative, inovative të

καινοτόμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
иновации, нововъведения, иновационното, обновяване, обновяване на

καινοτόμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інавацыйны

καινοτόμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuenduslik, uuendamas, innovatiivsete, innovaatilise, uuendamisel, innovatiivseid

καινοτόμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inovativan, inovacije, inoviranja, inovativne, inoviranju, inovacijama

καινοτόμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýsköpun, innovating, að nýsköpun, að innovating

καινοτόμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsinaujina, naujoves, diegiant naujoves, diegia naujoves, inovacijas

καινοτόμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inovatīvu, inovācijas, jaunradi, novatorisku, inovatīva

καινοτόμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иновациите,, иновациите, иновирање, иновации, иновирање на

καινοτόμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inovatoare, inovator, inova, a inova, novatoare

καινοτόμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inoviranje, inovacij, inovacijah, inovacijami, inovativnih

καινοτόμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inovační, inovácie, inovácia, inováciu, inovácií
Τυχαίες λέξεις