Abboccare στα ελληνικά
Μετάφραση: abboccare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbindolatore στα ελληνικά - φενακίζω, κλέβω, ζαβολιάρης
- abboccamento στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- abboccatura στα ελληνικά - στόμιο, οπή, στόμα
- abbonacciare στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος
Τυχαίες λέξεις
Abboccare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει