Λέξη: άδολος

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά

Συνώνυμα: άδολος

απέριττος, σαφής, καθαρός, απλός, σκέτος, ειλικρινής, ευθύς, αμερόληπτος, απονήρευτος, ανόθευτος

Μεταφράσεις: άδολος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guileless, plain, candid, unadulterated, undersigning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llanura, planicie, simple, claro, llano
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arglos, Ebene, schlicht, einfach, glatt, klar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
candide, franc, ingénu, plaine, brut, simple, clair, ordinaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pianura, semplice, piana, comune, piano
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
planície, simples, liso, claro, plain
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нехитрый, простодушный, простоватый, простой, равнина, Plain, ясно, равнины
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plain, sletten, vanlig, ren, rent
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enkel, vanligt, vanlig, slätten, slätt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavallinen, plain, tavalliselle, selvästi, pelkkä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plain, almindeligt, almindelig, klart, sletten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otevřený, bezelstný, nevinný, prostý, holý, plain, obyčejný, rovina
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczery, prostoduszny, zwykły, równina, prosty, prostu, plain
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sima, egyszerű, síkság, sík, plain
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düz, Kayar, sade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простодушний, простий, простої, простій, простою, проста
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qartë, i thjeshtë, fushë, i qartë, thjeshtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обикновен, равнина, ясен, обикновена, ясно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
просты, простай, простае, прастой
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhtsüdamlik, siiras, tavaline, Plain, lihtsas, siledate, lihtne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
običan, plain, obični, klizni, jasno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
látlaus, einfaldlega, venjuleg, venjulegur, óblandaðir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastas, paprasto, lyguma, aiškiai, lygus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzenums, vienkāršs, plain, skaidri, vienkāršais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обичен, обична, рамнина, обични, едноставен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simplu, clar, neteda, câmpie, plain
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plain, navaden, navadni, navadnega, golo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prostý, jednoduchý, bez, obyčajný, bez výskytu
Τυχαίες λέξεις