Accavallare στα ελληνικά

Μετάφραση: accavallare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέμισμα, σταυρός, διασχίζω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης
Accavallare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accatastare στα ελληνικά - ανάχωμα, όχθη, τράπεζα, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, ...
  • accattone στα ελληνικά - ζητιάνος, επαίτης, ζητιάνο, ζητιάνου, επαίτη
  • accecare στα ελληνικά - θαμπώνω, τυφλώνω, τυφλός, τυφλή, blind, τυφλών, τυφλούς
  • accedere στα ελληνικά - προσεγγίζω, αποδέχομαι, πλησιάζω, προσέγγιση, μέθοδος, εισάγετε, πληκτρολογήστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Accavallare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέμισμα, σταυρός, διασχίζω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης