Λέξη: παραβρίσκομαι

Σχετικές λέξεις: παραβρίσκομαι

παραβρίσκομαι ή παρευρίσκομαι, παραβρίσκομαι παρευρίσκομαι

Συνώνυμα: παραβρίσκομαι

προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω, φοιτώ

Μεταφράσεις: παραβρίσκομαι

παραβρίσκομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attend

παραβρίσκομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oír, asistir, atender, asistir a, participar, asistan

παραβρίσκομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befassen, bedienen, begleiten, beiwohnen, besuchen, teilnehmen, teilzunehmen, Teilnahme, zu besuchen

παραβρίσκομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visiter, soigner, marcher, servir, desservir, passer, accompagner, chaperonner, venir, fréquenter, aller, suivre, hanter, escorter, assister, assister à, participer, participer à, assister aux

παραβρίσκομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assistere, partecipare a, partecipare, frequentare, partecipare ad

παραβρίσκομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atenda, assistir, seguir, comparecer, freqüentar, atender, participar

παραβρίσκομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzorgen, verplegen, bijwonen, volgen, bezoeken, wonen, te wonen

παραβρίσκομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присутствовать, обслуживать, сопутствовать, заботиться, ходить, сопровождать, следить, посетить, навестить, навещать, прислуживать, выполнять, посещать, заняться, озаботиться, участие, посещают, присутствовать на

παραβρίσκομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledsage, delta, delta på, møte, å delta, delta i

παραβρίσκομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åhöra, delta, närvara, delta i, närvara vid, deltar

παραβρίσκομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huolehtia, huomioida, kuunnella, käydä, osallistua, osallistumaan, osallistuu, osallistuvat

παραβρίσκομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pleje, deltage, deltage i, at deltage, deltager, overvære

παραβρίσκομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navštěvovat, přijít, obsluhovat, ošetřovat, ošetřit, doprovázet, provázet, léčit, chodit, účastnit se, zúčastnit, účastnit, zúčastní

παραβρίσκομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obsługiwać, służyć, towarzyszyć, uczęszczać, pielęgnować, chodzić, słuchać, uczestniczyć, udziału, uczestniczyć w

παραβρίσκομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részt vesz, részt venni, részt vegyen, vegyenek részt, részt vesznek

παραβρίσκομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılmak, devam, katılmakla, katılacak, katılma

παραβρίσκομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
супроводжувати, виконувати, прислуговувати, відвідувати, відвідуватимуть

παραβρίσκομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdesem, ndjek, marrë pjesë, të marrë pjesë, marrin pjesë, marrë pjesë në

παραβρίσκομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посещавам, присъстват, присъства, посещават, присъстват на

παραβρίσκομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наведваць

παραβρίσκομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasnema, hoolitsema, osalema, osaleda, osaleb, osalevad, käia

παραβρίσκομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paziti, prisustvuje, njegovati, pohađati, pratiti, prisustvovati, prisustvuju, sudjelovati, pohađaju

παραβρίσκομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mæta, sækja, taka þátt, þátt, sitja

παραβρίσκομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klausyti, dalyvauti, lankyti, dalyvauja, dalyvaus, atvykti

παραβρίσκομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmeklēt, piedalīties, apmeklē, ierasties, piedalās

παραβρίσκομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
присуствува, посетуваат, присуствуваат, присуствуваат на, присуствува на

παραβρίσκομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frecventa, urma, asista la, participa, participe

παραβρίσκομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
udeležijo, udeležiti, udeleži, udeležujejo, udeležil

παραβρίσκομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
navštevovať, navštíviť, chodiť
Τυχαίες λέξεις