Λέξη: δυσφορία

Σχετικές λέξεις: δυσφορία

δυσφορία στην αναπνοή, δυσφορία συνώνυμα, δυσφορία στο λαιμό, δυσφορία ψυχολογία, δυσφορία στην εγκυμοσύνη, δυσφορία στο στήθος, δυσφορία στο στομάχι, δυσφορία φυλετικήσ ταυτότητασ, δυσφορία μετά το φαγητό, δυσφορία φύλου

Συνώνυμα: δυσφορία

ερεθισμός, γωνιώδες σχέδιο, δαχτυλοθεσίο κιθάρας, αδιαθεσία, ταλαιπωρία

Μεταφράσεις: δυσφορία

δυσφορία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discomfort, displeasure, discontent, malaise, dysphoria, distress, pain

δυσφορία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incomodidad, descontento, disgusto, molestia, malestar, molestias, el malestar

δυσφορία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmut, beschwerden, unzufriedenheit, unzufrieden, unbehagen, unbequemlichkeit, Beschwerden, Unbehagen, Unwohlsein, Unannehmlichkeit

δυσφορία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
énerver, ennui, mécontentement, déplaisir, courroux, indignation, gêne, incommodité, désagrément, agacer, malaise, inquiétude, contrariété, inconfort, inquiéter, mécontent, l'inconfort, malaises

δυσφορία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispiacere, disagio, fastidio, il disagio, disagi, malessere

δυσφορία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desligar, descontentar, desconforto, o desconforto, incómodo, discomfort, incômodo

δυσφορία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongemak, ongerief, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder

δυσφορία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дискомфорт, лишения, неловкость, неудовлетворение, неудобство, неудовлетворенность, стеснительность, досада, недовольный, неудовольствие, недовольство, неудовлетворенный, дискомфорта, дискомфорт в, неприятные ощущения

δυσφορία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubehag, ubehag i, ubehaget, smerte

δυσφορία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obehag, besvär, obehaget, obehag i

δυσφορία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaiva, tyytymättömyys, sielunhätä, mielipaha, pettymys, epämukavuus, epämukavuutta, kipua, epämiellyttävä tunne

δυσφορία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubehag, gener, ubehaget, ubehag i

δυσφορία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nelibost, nevole, otravovat, nevolnost, nepohodlí, znepokojit, nepříjemnost, rozčilovat, nespokojenost, pohoršení, neklid, nepohodlnost, nepříjemné pocity, diskomfort, nepříjemný pocit, dyskomfort

δυσφορία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewygoda, przykrość, dyskomfort, niepokój, niezadowolenie, dolegliwość, skrępowanie, niedogodność, oburzenie, dyskomfortu, dyskomfort w, dolegliwości

δυσφορία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényelmetlenség, kényelmetlenséget, diszkomfort, kellemetlen érzés, kellemetlenséget

δυσφορία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
memnuniyetsizlik, hoşnutsuzluk, rahatsızlık, rahatsızlığı, rahatsızlık hissi, huzursuzluk, bir rahatsızlık

δυσφορία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дискомфорт, незадоволений, незадоволення, незручність, дискомфорту

δυσφορία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parehati, siklet, shqetësim, parehati të, shqetësime

δυσφορία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неудобство, неразположение, дискомфорт, дискомфорт в

δυσφορία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыскамфорт

δυσφορία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebamugavus, pahameel, rahulolematus, vaevus, ebamugavustunne, ebamugavust, ebamugavustunnet, ebamugavusi

δυσφορία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uznemirivati, nezadovoljstvo, nemir, neudobnost, nelagodnost, nelagoda, nelagodu

δυσφορία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óánægja, óþægindi, óþægindi í, óþægindum, óþægindi fyrir, óþægindin

δυσφορία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
indignatio

δυσφορία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diskomfortas, nemalonus pojūtis, diskomfortą, nepatogumų, diskomforto

δυσφορία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neērtība, diskomforts, diskomforta sajūta, diskomfortu, nepatīkama sajūta

δυσφορία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непријатност, непријатноста, неудобност, дискомфорт, нелагодност

δυσφορία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nemulţumire, disconfort, disconfortul, discomfort, disconfortului, de disconfort

δυσφορία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nelagodje, neugodje, neprijeten občutek, nelagodje v, nelagodja

δυσφορία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepohodlí, nepohodlie, nepohodlia, nepohodliu
Τυχαίες λέξεις