Affievolire στα ελληνικά

Μετάφραση: affievolire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Affievolire στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affidamento στα ελληνικά - εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, ανάθεση, αναθέτοντας, την ανάθεση, αναθέτει, ...
  • affidare στα ελληνικά - δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, εμπιστεύομαι, αναθέτει, αναθέτουν, να αναθέτει, ...
  • affiggere στα ελληνικά - δοκάρι, ταχυδρομώ, πόστο, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, ...
  • affilare στα ελληνικά - ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Τυχαίες λέξεις
Affievolire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει