Λέξη: γωνία
Σχετικές λέξεις: γωνία
γωνία dwell, γωνία διαβροχής, γωνία θέασης, γωνία εκτροπής, γωνία εκτροπής ορισμός, γωνία του μπάμπη, γωνία πρόσπτωσης, γωνία θέασης (οριζόντια), γωνία κάστερ, γωνία δαβάκη
Συνώνυμα: γωνία
λίθος, κοχή
Μεταφράσεις: γωνία
γωνία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nook, corner, angle, angle of, an angle, corner of
γωνία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rincón, anzuelo, esquina, pico, angular, ángulo, ángulo de, de ángulo, el ángulo
γωνία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kante, winkel, schlupfwinkel, zipfel, nische, ecke, Winkel, Winkels
γωνία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acculer, acculez, coin, angulaire, tournant, accaparer, acculent, acculons, réduit, monopoliser, recoin, hameçon, niche, corne, retraite, encoignure, angle, angle de, l'angle, angles
γωνία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spigolo, angolo, cantone, cantuccio, angolo di, angolazione, dell'angolo, l'angolo
γωνία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canto, ângulo, esquina, nicho, ângulo de, angular, de ângulo
γωνία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nis, hoek, hoek van, angle, de hoek, invalshoek
γωνία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плоскость, клин, пойти, ситуация, ниша, скупить, скупать, уголок, закоулок, бухточка, угольник, сторона, угол, закуток, затишье, рог, угла, углом, угловой
γωνία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vinkel, hjørne, krok, angel, nisje, vinkelen
γωνία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hörn, vrå, vinkel, vinkeln
γωνία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolo, soppi, komero, osasto, onkia, kulma, nurkka, nurkkaus, kolkka, näkökulma, kulman, kulmassa, kulmaan, kulmaa
γωνία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjørne, vinkel, afkrog, vinklen, vinkler, vinkel i
γωνία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rohový, zákoutí, hrana, kout, udice, ústraní, roh, úhel, koutek, úhlu, úhlem, šikmý
γωνία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naroże, południe, wnęka, korner, położenie, kąt, zakątek, wierzchołek, haczyk, róg, kątownik, narożnik, węzeł, kąta, kątem, angle
γωνία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemszög, szöglet, saroklemez, szájszöglet, fordulat, beszögellés, égtáj, falkiszögellés, fészek, zug, szög, szögben, szöget, szöge, látószögű
γωνία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hücre, açı, köşe, açısı, açılı, açısının, aç
γωνία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глухе, ситуація, закуток, косинець, положення, завулок, кут, ріг, сторона, бік, куток, клин, закут
γωνία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cep, kënd, këndi, kënd të, me kënd, me kënd të
γωνία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ъгъл, ъгъл на, ъгъла, под ъгъл
γωνία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кут, вугал, куток, рог
γωνία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osalus, tänavanurk, nurk, nurga, nurga all, nurga alt, nurka
γωνία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćošak, udica, kutak, pecati, skrovište, kut, kutomjer, ugao, kuta, kutom, kutu
γωνία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
horn, hornið, snýrð, sjónarhorni, færið
γωνία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
angulus
γωνία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvejoti, kampas, kampo, kampą, kampu, angle
γωνία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kakts, stūris, leņķis, leņķi, leņķa, leņķim
γωνία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
агол, нишата, аголот, под агол, агол на, аголот на
γωνία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
col, colţ, alcov, unghi, unghiul, unghi de, unghiului, unghiul de
γωνία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ujel, kot, angle, kota, kotom, trupa
γωνία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stanovisko, roh, udice, kou, uhol, uhla
Στατιστικά δημοτικότητας: γωνία
Τυχαίες λέξεις