Attanagliare στα ελληνικά
Μετάφραση: attanagliare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάνεται, εγκλωβισμένοι, πιάνονται, συμπαρασύρει, έπιασε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attaccarsi στα ελληνικά - εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, ...
- attacco στα ελληνικά - επιτίθεμαι, εφορμώ, βιαιοπραγία, αρχή, επίθεση, επιδρομή, επίθεσης, ...
- atteggiamento στα ελληνικά - πόζα, στάση, τοποθεσία, ποζάρω, συμπεριφορά, θέση, τοποθετώ, ...
- attendere στα ελληνικά - περιμένω, βλέμμα, φαίνομαι, προσδοκώ, κοιτάζω, εμφάνιση, περίμενε, ...
Τυχαίες λέξεις
Attanagliare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάνεται, εγκλωβισμένοι, πιάνονται, συμπαρασύρει, έπιασε
Μεταφράσεις: πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάνεται, εγκλωβισμένοι, πιάνονται, συμπαρασύρει, έπιασε