Λέξη: σχετικός

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός συνώνυμα, σχετικός προσανατολισμός, σχετικός λόγος, σχετικός στα ελληνικά, σχετικός κίνδυνος

Συνώνυμα: σχετικός

αναφορικός, συγκριτικός, πρέπων, αρμόδιος, συγγενικός

Μεταφράσεις: σχετικός

σχετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relevant, relative, respective, concerned, related

σχετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pertinente, competente, relativo, pariente, relativa, relación, respecto

σχετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
relevant, wichtig, erheblich, relativ, bezüglich, relativen, gegen

σχετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
correspondant, compétent, substantiel, constitutif, essentiel, important, convenable, approprié, respectif, utile, pertinent, congru, relatif, rapport, par rapport, relativement, parent

σχετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
relativo, relativa, rispetto, relative, relativi

σχετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parente, relativo, relativa, relação, em relação

σχετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
familielid, relatief, betrekkelijk, verwant, relatieve

σχετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соответствующий, уместный, важный, ответный, нелишний, существенный, родственник, относительной, относительно, относительная, относительное

σχετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
relativ, relative, slektning, forhold, i forhold

σχετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
relativ, relativa, förhållande, relativt, i förhållande

σχετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
relevantti, suhteellinen, suhteellisen, suhteellista, suhteelliset, suhteellisessa

σχετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
relative, relativ, forhold, i forhold, relativt

σχετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příslušný, náležitý, relevantní, důležitý, významný, podstatný, relativní, vzhledem, relativně, příbuzný, vztahu

σχετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
celny, miejscowy, stosowny, odnośny, istotny, odpowiedni, miarodajność, relewantny, krewny, względny, względem, względna, w stosunku

σχετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
relatív, képest, viszonylagos, viszonyítva, viszonyítottak

σχετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağıl, göreceli, göreli, nispi, ilgili

σχετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доречність, родич

σχετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i afërm, relativ, relative, afërm, të afërm

σχετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
относителен, роднина, относителна, относителната, относително

σχετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сваяк, родзіч

σχετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asjakohane, suhteline, suhtelise, suhtelist, suhtelised, suhteliste

σχετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadležnim, relevantnim, odgovarajući, relativan, rođak, srodnik, odnosu, u odnosu

σχετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt

σχετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės

σχετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
radinieks, relatīvs, relatīvais, relatīvā, relatīvo

σχετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во однос, роднина, релативна, релативната, однос

σχετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
relativ, relativă, raportate, relative, relativa

σχετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
relevantní, relativna, relativno, sorodnik, relativni, relativne

σχετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závažný, relevantní, relatívna, relatívnej, relatívne, relatívnu, relatívny
Τυχαίες λέξεις