Στέρηση στα αγγλικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deprivation, privation, forfeiture, lack, deprivation of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: στέρηση
lack
- έλλειψη
- στέρηση
- ταλαιπωρία
- κακουχία
- στέρηση
- στέρηση
- κακουχία
- κατάσχεση
- στέρηση
- πρόστιμο
- ποινή
- πένθος
- στέρηση
- απώλεια
- στέρηση
- αποστέρηση
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, στέρηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα αγγλικά - crown, tiara, corona, the crown, crown of
- στένωση στα αγγλικά - obstruction, stenosis, narrowing, constriction, narrowing of, stricture
- στέψη στα αγγλικά - coronation, wedding ceremony, crowning, crown, crowned
- στήθος στα αγγλικά - chest, breast, bust, bosom, breasts
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: deprivation, privation, forfeiture, lack, deprivation of
Μεταφράσεις: deprivation, privation, forfeiture, lack, deprivation of