Austero στα ελληνικά
Μετάφραση: austero, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοβαρός, αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό
Μεταφράσεις
- ausilio στα ελληνικά - βοηθώ, βοηθός, αρωγή, βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, βοηθήσει, ...
- auspicio στα ελληνικά - προμήνυμα, προστασία, οιωνός, οιωνό, σημάδι, προμηνύματος
- autenticare στα ελληνικά - επικυρώνω, πιστοποιώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας
- autentico στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός, πραγματικός, καλόπιστος, καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστους, ...
Τυχαίες λέξεις
Austero στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοβαρός, αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό
Μεταφράσεις: σοβαρός, αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, απέριττος, λιτός, αυστηρό, λιτό