Λέξη: τρίποδας

Σχετικές λέξεις: τρίποδας

τρίποδας των δελφών, τρίποδας δελφών, τρίποδας κάμερας, τρίποδας των πλαταιών, τρίποδας αλουμινίου, τρίποδας haller, τρίποδας για φωτογραφική μηχανή, τρίποδας του haller, τρίποδας για κάμερα, τρίποδας ζωγραφικής

Μεταφράσεις: τρίποδας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tripod, trestle, trestle is, the tripod
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trípode, el trípode, del trípode, trípode de, de trípode
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stativ, dreifüßig, dreibeinig, dreifuß, Stativ, Stativs, Dreibein
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trépied, tripode, un trépied, trépieds, le trépied
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
treppiedi, tripode, treppiede, cavalletto, del treppiedi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tripé, do tripé, tripé de, de tripé, tripod
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
statief, driepoot, statief te, tripod, statiefaansluiting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стул, штатив, тренога, треножник, штатива, треноги, штативом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stativ, tripod, stativet, stativ for, Ding
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stativ, stativet, tripod, stativ för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolmijalka, jalustaa, jalustan, kolmijalan, jalustalle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stativ, trefod, kamerastativ, stativet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trojnožka, stativ, stativu, tripod, na stativ
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trójnóg, statyw, statywu, Tripod, statywie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
háromlábú, állvány, állványt, állványra, tripod
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tripod, üçayak, sehpa, tripod kullanıldı, bir tripod
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тринога, штатив, штативом
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trekëmbësh, stol me tri këmbë, trekëmbësh të, këmbaleci, stol me tri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
триножник, тринога, статив, статива
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штатыў, штатаў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolmjalg, statiiv, statiivi, statiivile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tronožac, stativ, Tripod, Navoj za stativ, tronožni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrífótur, þrífót, Gróp fyrir, Gróp, þrífæti
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trikojis, Trikojo, tripod, trikojį, Trikojo tvirtinimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
statīvs, trijkājis, tripod, statīva, statīvu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
статив, стој, триножник, триножец
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trepied, trepiedul, tripod, trepiedului, trepied pentru
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stativ, tripod, stojalo, stativa, stojala
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stojan, statív, stativ, statívu
Τυχαίες λέξεις