Λέξη: ανώδυνος
Σχετικές λέξεις: ανώδυνος
ανώδυνος τοκετός λάρισα, ανώδυνος θάνατος, ανώδυνος τοκετός θεσσαλονίκη, ανώδυνοσ τρόποσ αυτοκτονίασ, ανώδυνοσ τοκετόσ έλενα, ανώδυνος τοκετός αναπνοές, ανώδυνος ίκτερος, ανώδυνος χωρισμός, ανώδυνος τοκετός ηράκλειο, ανώδυνος τοκετός
Μεταφράσεις: ανώδυνος
ανώδυνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
painless, anodyne, a painless
ανώδυνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indoloro, indolente, sin dolor, indolora, dolor, indoloras
ανώδυνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmerzlos, schmerzfrei, schmerz, schmerzlose
ανώδυνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indolore, sans douleur, indolores, douloureuse, douloureux
ανώδυνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indolore, doloroso, non doloroso, dolorosa, indolori
ανώδυνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indolor, painless, indolores, sem dor
ανώδυνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijnloos, pijnloze
ανώδυνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болезненный, безболезненный, безболезненно, безболезненным, безболезненная, безболезненна
ανώδυνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smertefri, smertefritt
ανώδυνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smärtfri, smärtfritt, painless, smärtfria
ανώδυνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kivuton, kivuttomasti, kivutonta, kivuttomia
ανώδυνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smertefri, smertefrit, smertefrie
ανώδυνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nebolestivý, bezbolestný, bezbolestné, bezbolestná, bezbolestně, nebolestivé
ανώδυνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niebolesny, bezbolesny, bezbolesne, bezbolesna, bezboleśnie, bezbolesną
ανώδυνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fájdalommentes, fájdalmatlan, fájdalommentesen, fájdalommentesek
ανώδυνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağrısız, acısız, ağrısız bir, ağrısızdır
ανώδυνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безболісний, неболючий
ανώδυνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa dhimbje, dhimbje, pa dhimbje të, e pa dhimbje
ανώδυνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безболезнен, безболезнено, безболезнена, безболезнени
ανώδυνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бязбольны, бязбольным
ανώδυνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valutu, valutult, valutuks, valutut
ανώδυνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezbolna, bezbolan, bezbolno, bezbolni, bezbolne
ανώδυνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sársaukalaus, sársaukalaust
ανώδυνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neskausmingas, neskausminga, neskausmingai, neskausmingą, neskausmingos
ανώδυνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesāpīgs, nesāpīga, ir nesāpīgi
ανώδυνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безболна, безболно, безболен, безболни, побезболно
ανώδυνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nedureros, nedureroasa, nedureroase, nedureroasă, fara durere
ανώδυνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neboleča, neboleče, neboleč, nebolečo, brez bolečin
ανώδυνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezbolestný
Τυχαίες λέξεις