Cuscinetto στα ελληνικά

Μετάφραση: cuscinetto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, στάση, σχέση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Cuscinetto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • curvatura στα ελληνικά - κυρτώνω, καμπυλώνεται, γέρνω, ζάρωμα, κύρτωμα, καμπύλη, στροφή, ...
  • curvo στα ελληνικά - κυρτός, καμπύλος, καμπύλο, κυρτή, κυρτό
  • cuscino στα ελληνικά - μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
  • cuspide στα ελληνικά - πουρμπουάρ, ρεγάλο, ποδοκόπι, αιχμή, οξύ άκρο, ακμή, πρόθυρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Cuscinetto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, στάση, σχέση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει