Λέξη: δόγμα

Σχετικές λέξεις: δόγμα

δόγμα του σοκ pdf, δόγμα τρούμαν, δόγμα κίσινγκερ, δόγμα μπρέζνιεφ, δόγμα 95, δόγμα μονρόε, δόγμα μαρινη, δόγμα μπρεζίνσκι, δόγμα calvo, δόγμα του σοκ

Συνώνυμα: δόγμα

αίρεση, σχίσμα, οπαδοί ενός δόγματος, θρήσκευμα, το πιστεύω, πίστη, αξίωμα, δοξασία, θρησκευτική πίστη, θεωρία, ονομασία, μονάδα, αξία

Μεταφράσεις: δόγμα

δόγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tenet, doctrine, dogma, creed, denomination

δόγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
doctrina, la doctrina, doctrina de, doctrinas

δόγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lehre, Lehre, Doktrin

δόγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
base, doctrine, dogme, principe, la doctrine, doctrine de, théorie

δόγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dottrina, la dottrina, dottrine

δόγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doutrina, a doutrina, doutrina de, doutrinas

δόγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leer, doctrine, leerstelling, de leer, leer van

δόγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
догмат, принцип, доктрина, учение, доктрины, доктрину, доктриной

δόγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
doktrine, doktrinen, læren, lære, læresetningen

δόγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
doktrin, läran, lära, doktrinen

δόγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppi, opin, opista, oppiin, doktriinin

δόγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trossætning, dogme, doktrin, doktrinen, læren, Lære, lærdomme

δόγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podstata, doktrína, zásada, princip, dogma, učení, nauka, doktríny, doktrínu

δόγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dogmat, zasada, doktryna, doktryny, nauka, doktryną, doktrynę

δόγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tantétel, doktrina, elmélet, doktrína, tana, tant

δόγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doktrin, doktrini, öğreti, öğretisi, doktrininin

δόγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
догмат, вчення, навчання, учення

δόγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
doktrinë, doktrina, doktrina e, doktrinën, doktrinë e

δόγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
догмат, доктрина, учение, учението, доктрината

δόγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вучэнне, вучэньне, навуку

δόγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uskumus, tõekspidamine, õpetus, doktriin, doktriini, õpetust, õpetuse

δόγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doktrina, nauk, učenje, doktrine, nauka

δόγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kenningu, kenning, kenningar, Kenningin, kenninguna

δόγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dogma, doktrina, doktriną, doktrinos, doktrinoje

δόγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
doktrīna, mācība, doktrīnu, doktrīnas

δόγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доктрина, доктрината, учење, учењето

δόγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dogmă, doctrină, doctrina, doctrinei, doctrine, învățătura

δόγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dogma, princip, doktrina, nauk, doctrine, doktrino, doktrini

δόγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dogma, zásada, doktrína, doktríny, doktrínu, náuka, doktríne

Στατιστικά δημοτικότητας: δόγμα

Τυχαίες λέξεις