Domicilio στα ελληνικά
Μετάφραση: domicilio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, τόπος, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domestica στα ελληνικά - υπηρέτης, υπηρέτρια, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
- domestico στα ελληνικά - υπηρέτης, οικιακός, σπίτι, υπηρέτρια, κατοικίδιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
- dominare στα ελληνικά - βασιλεύω, προστάζω, αποφασίζω, ιθύνω, έλεγχος, προσταγή, κυριαρχώ, ...
- dominio στα ελληνικά - κτήση, κυριαρχία, αποφασίζω, βασιλεία, βασιλεύω, περιοχή, αρμοδιότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Domicilio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, τόπος, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
Μεταφράσεις: σπίτι, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, τόπος, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας