Fatto στα ελληνικά

Μετάφραση: fatto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράγμα, θέμα, υπόθεση, γεγονός, νοιάζομαι, δεσμός, ύλη, πήρα, το πήρα, πήρε, πήρε το
Fatto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fattibile στα ελληνικά - πιθανός, εφικτός, εφικτό, εφικτή, είναι εφικτό, εφικτές
  • fattivo στα ελληνικά - αποτελεσματικός, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
  • fattore στα ελληνικά - θαλαμηπόλος, επιστάτης, οικονόμος, παράγοντας, κατασκευαστής, συντελεστής, παράγοντα, ...
  • fattoria στα ελληνικά - σπίτι, περιουσία, αγρόκτημα, ακίνητο, κτήμα, ράντσο, εκμετάλλευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Fatto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράγμα, θέμα, υπόθεση, γεγονός, νοιάζομαι, δεσμός, ύλη, πήρα, το πήρα, πήρε, πήρε το