Δεσμός στα ιταλικά

Μετάφραση: δεσμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legame, affare, fatto, faccenda, cosa, saldare, caso, vincolo, obbligazionario, obbligazione, prestito obbligazionario
Δεσμός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμός

δεσμός υδρογόνου στο νερό, δεσμός συνώνυμα, δεσμός θεσσαλονίκη, δεσμός συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις, δεσμός αμθ, δεσμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δεσμός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δεσμεύω στα ιταλικά - rilegare, commettere, affidare, impegnare, raccomandare, vincolare, legare, ...
  • δεσμοφύλακας στα ιταλικά - secondino, carceriere, carceriere di, jailer, aguzzino
  • δεσποινίς στα ιταλικά - perdere, signorina, fallire, ragazza, mademoiselle, la signorina, Mlle, ...
  • δεσποτικός στα ιταλικά - imperioso, autoritario, magistrale, sapiente, maestria
Τυχαίες λέξεις
Δεσμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: legame, affare, fatto, faccenda, cosa, saldare, caso, vincolo, obbligazionario, obbligazione, prestito obbligazionario