Λέξη: ευρετήριο

Σχετικές λέξεις: ευρετήριο

ευρετήριο οτε, ευρετήριο τηλεφωνικού καταλόγου, ευρετήριο στο word, ευρετήριο δου, ευρετήριο αριθμών κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο ελλήνων ερευνητών, ευρετήριο τηλεφώνων, ευρετήριο κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο καδ, ευρετήριο οικονομικών όρων

Συνώνυμα: ευρετήριο

δείκτης, ένδειξη, πίναξ, ρεπερτόριο, δραματολόγιο, συλλογή έργων, αποθήκη πραγμάτων

Μεταφράσεις: ευρετήριο

ευρετήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
index, directory, inventory, Board index, indexed

ευρετήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
índice, índice de, indice, el indice, en el indice

ευρετήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inhalt, verzeichnis, zeiger, zeigefinger, indizierte, hinweis, index, tabelle, Index

ευρετήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tableau, indication, indexer, catalogue, indicateur, répertoire, indice, index, livret, indice de, l'indice, l'index

ευρετήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indice, Indice di, dell'indice, index, Indice dei

ευρετήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
índice, recorte, índices, índice de, de índice, index, do índice

ευρετήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inhoudsregister, indexeren, teken, aanduiding, index, indexcijfer, index voor

ευρετήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспонент, оглавление, указатель, перечень, индекс, показатель, стрелка, индекса, Index, форумов

ευρετήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pekefinger, indeks, viser, index, indeksen

ευρετήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förteckning, katalog, index, Indexet, indexet

ευρετήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luetteloida, luettelo, hakemisto, etusormi, ilmaisin, osoitin, indeksi, indeksin, index

ευρετήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indeks, pegefinger, index, indekset, oversigt

ευρετήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
seznam, ukazovák, ukazatel, katalog, index, Rejstřík, indexu, Obsah, Indexové

ευρετήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontrolka, repertorium, wskaźnik, skorowidz, wykaz, katalog, eksponent, indeksacja, indeks, Strona główna, Strona, indeksu

ευρετήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérlegpálca, tárgymutató, tartalommutató, kompasz, nyelv, névmutató, index, indexe, indexet, mutató, névsor

ευρετήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katalog, indeks, göstergesi, endeksi, dizin, indeksi

ευρετήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непередбачуваність, індекс

ευρετήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
indeks, tregues, indeksi, indeksin, indeksi i

ευρετήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
индекс, показалец, индекса, индекс на, Индексът на, показател

ευρετήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
індэкс, месцазнаходжання, горада

ευρετήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viit, sisujuht, indeks, indeksi, pealeht, indeksit, register

ευρετήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
indeks, registar, kažiprst, popis, indeksirati, indeksa, index, Registar, Početna

ευρετήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Vísitala, vísitölu, vísitölunni, vísitalan, neysluverðs

ευρετήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
indeksas, smilius, rodyklė, rodiklis, puslapis, indekso

ευρετήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rādītājs, rādītājpirksts, indekss, indeksu, indeksa, Alfabētiskais rādītājs

ευρετήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индекс, индексот, индекс на, индексот на, индексира

ευρετήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indiciu, index, indice, indicele, indicelui, indice de

ευρετήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
indeks, index, Kazalo, indeksa, Kazalo po

ευρετήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
index, indexu, index s
Τυχαίες λέξεις