Grossolano στα ελληνικά
Μετάφραση: grossolano, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληρός, χονδροειδής, τραχύς, αγροίκος, πρόχειρος, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grossista στα ελληνικά - χονδρέμπορος, χονδρεμπόρου, χονδρέμπορο, χονδρικής, χονδρικής πώλησης
- grosso στα ελληνικά - μεγάλος, λίπος, χοντρός, ακαθάριστος, αισχρός, εξαιρετικός, απίθανος, ...
- grotta στα ελληνικά - άντρο, σπηλιά, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
- grottesco στα ελληνικά - αλλόκοτος, τερατώδης, απίθανος, τραγελαφικός, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, ...
Τυχαίες λέξεις
Grossolano στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληρός, χονδροειδής, τραχύς, αγροίκος, πρόχειρος, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Μεταφράσεις: σκληρός, χονδροειδής, τραχύς, αγροίκος, πρόχειρος, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς