Λέξη: καπετάνιος

Σχετικές λέξεις: καπετάνιος

καπετάνιος βασίλης γυναικολόγος, καπετάνιος ετυμολογία, καπετάνιος χαλκίδα, καπετάνιος θεσσαλονίκη, καπετάνιος ψαροταβέρνα πειραιάς, καπετάνιος για κλάματα (1961), καπετάνιος αεβε, καπετάνιος ζαχαριάς, καπετάνιος για κλάματα, καπετάνιος γυναικολόγος

Συνώνυμα: καπετάνιος

αρχηγός, πλοίαρχος, λοχαγός, σμηναγός, πηδών, σκωλήκι

Μεταφράσεις: καπετάνιος

καπετάνιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captain, skipper, captain of, a captain

καπετάνιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capitán, capitán de, el capitán, capitán del, capitana

καπετάνιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mannschaftskapitän, hauptmann, mannschaftsführer, kapitän, Kapitän, Hauptmann, captain, Mannschaftskapitän

καπετάνιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patron, chef, commandant, capitaine, le capitaine, commandant de bord, capitaine de

καπετάνιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitano, comandante, il capitano, capitano della, capitano di

καπετάνιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capitão, comandante, o capitão, chefe, capitão de

καπετάνιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hopman, captain, kapitein, gezagvoerder, aanvoerder, overste

καπετάνιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ротмистр, старшина, бригадир, староста, капитан, возглавлять, капитаном, капитана, Captain, капитану

καπετάνιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kaptein, kapteinen, høvdingen, kapteinens, captain

καπετάνιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapten, kaptenen, kaptens, kaptenens, kaptenen nu

καπετάνιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapteeni, merikapteeni, laivuri, Captain, kapteenin, päällikkö, kapteenia

καπετάνιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kaptajn, kaptajnen, anfører, kaptajnens

καπετάνιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůdce, vedoucí, kapitán, Kapitáne, kapitánem, kapitána, velitel

καπετάνιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podpis, tytuł, napis, wódz, komandor, kapitan, rozdział, nagłówek, składka, dowódca, naczelnik, kapitanem, kapitana, kapitanem zespołu, kapitanie

καπετάνιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajóparancsnok, százados, csapatkapitány, hadvezér, kapitány, Captain, kapitánya, kapitánynak

καπετάνιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzbaşı, kaptan, kaptanı, kaptanlık, takımının kaptanlık, captain

καπετάνιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старшина, бригадир, староста, капітан, очолювати, капітане, капітана

καπετάνιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapiten, kapiteni, komandant, kapiteni i, kapitenit

καπετάνιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капитан, Captain, капитан на, Капитане, Капитанът на

καπετάνιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капітан

καπετάνιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülemkelner, kapten, Captain, kapteni, kapteniks, kaptenikäepaela

καπετάνιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapetan, zapovjednik, satnik, kapetana, Kapetane, Captain

καπετάνιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipstjóri, fyrirliði, skipstjórinn, Captain, skipstjóra

καπετάνιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitonas, kapitonu, kapitono, Savininkas, komandos kapitonas

καπετάνιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapteinis, kapteini, komandas kapteinis, kapteiņa pienākumi, Kādam

καπετάνιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капитенот, капетанот, капетан, капитенот на, капитен

καπετάνιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căpitan, căpitanul, capitan, căpitane, capitanul

καπετάνιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapitán, kapetan, kapitan, stotnik, kapetana, vodje ekipe

καπετάνιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapitán, skiper, kapitána

Στατιστικά δημοτικότητας: καπετάνιος

Τυχαίες λέξεις