Infettare στα ελληνικά
Μετάφραση: infettare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιαίνω, μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inferno στα ελληνικά - κόλαση, την κόλαση, διάολο, άδη, κόλασης
- inferriata στα ελληνικά - δίχτυ, ενοχλητικός, σχάρα, πλέγμα, κιγκλίδωμα, τρίψιμο, το τρίψιμο, ...
- infettivo στα ελληνικά - κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
- infezione στα ελληνικά - λοίμωξη, μόλυνση, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
Τυχαίες λέξεις
Infettare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιαίνω, μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Μεταφράσεις: μιαίνω, μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν