Λέξη: πατρίκιος
Σχετικές λέξεις: πατρίκιος
πατρίκιος κωστής ημερομηνια γεννησης, πατρίκιος κωστής γκει, πατρίκιος τίτος, πατρίκιος κωστής facebook, πατρίκιος φωτιστικά, πατρίκιος ποιήματα, πατρίκιος κωστής σχεση, πατρίκιος πατρικουνάκος, πατρίκιος κωστής ζωδιο, πατρίκιος κωστής, τίτος πατρίκιος
Μεταφράσεις: πατρίκιος
πατρίκιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patrician, Patrick, Patrikios, a patrikios, a patrician
πατρίκιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patricio, patricia, patricios, patrician, patricia del
πατρίκιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
patrizier, patrizisch, patricischen, Patrizier, patrizischen
πατρίκιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patrice, aristocratique, patricien, patricienne, patriciens, patricienne du
πατρίκιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patrizio, patrizia, patrizia del, nobiliare, patrizi
πατρίκιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patrício, patrícia, patrician, nobre, patrícios
πατρίκιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patriciër, patricisch, patriciershuis, patriciërsvilla, patricische
πατρίκιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аристократический, патрицианский, патриций, патриция, патрицием, патрицианской
πατρίκιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patrician, aristokratisk, patriserbolig, patrisier, patrisiske
πατρίκιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patricier, patricierhus, patric, patrician, patriciska
πατρίκιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylimys, aatelinen, siniverinen, aristokraatti, patriisi, patriisin, patrician
πατρίκιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patricier, patriciervilla, patriciske, patricierbolig, aristokratisk
πατρίκιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aristokratický, patricij, patricijský, aristokratský, patricijské, patricijská
πατρίκιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
patrycjuszowski, arystokratyczny, patrycjusz, patrycjusza, patrician, patrycjuszy, patrycjuszem
πατρίκιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
patrícius, patríciusi, nemesi, patricius, patríciusok
πατρίκιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aristokrat, soylu, patrici, patrician, patrisyen
πατρίκιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аристократ, патрицій
πατρίκιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patric, aristokrat, aristokratik, fisnik
πατρίκιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патриций, патрициански, патрицианска, патриция, патрицианско
πατρίκιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патрыцый, Патрыцыя
πατρίκιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
härrasmehelik, patriits, härrasmees, Aristokraatti, ja patriits
πατρίκιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
građanske, patricij, plemićki, plemić, patricijska, patricijski
πατρίκιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
patrician
πατρίκιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patricijų, patricijum, patricijus, aristokratinis, Patricietis
πατρίκιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patricietis, aristokrāts
πατρίκιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патрициј, патрицијот, патрициска
πατρίκιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aristocrat, patrician, patricieni, patriciană, patricianul, patriciana
πατρίκιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
patricij, patricija, Patricijski, patrician, patricijska
πατρίκιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
patricij
Στατιστικά δημοτικότητας: πατρίκιος
Τυχαίες λέξεις