Λέξη: κορίτσι
Σχετικές λέξεις: κορίτσι
κορίτσι πράμα, κορίτσι της κνε, κορίτσι για σπίτι, κορίτσι ή αγόρι, κορίτσι με τα παντελόνια στίχοι, κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, κορίτσι ονειροκρίτης, κορίτσι με τα παντελόνια, κορίτσι ελύτης, κορίτσι του μάη
Συνώνυμα: κορίτσι
κοπέλα, κόρη
Μεταφράσεις: κορίτσι
κορίτσι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
girl
κορίτσι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hija, muchacha, chica, señorita, moza, niña, la muchacha, joven
κορίτσι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gör, tochter, mädchen, blondinenwitz, tussi, freundin, fräulein, mädel, Mädchen, Mädchens
κορίτσι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mademoiselle, fille, demoiselle, gosse, amie, jeune fille, fille de, filles, femme
κορίτσι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragazza, signorina, figlia, bambina, della ragazza, ragazza di
κορίτσι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moça, rapariga, garota, brânquia, menina, da menina
κορίτσι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dochter, meisje, meid, juffrouw, meisje van, Het meisje, Het meisje van
κορίτσι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
девица, первокурсница, эгоистка, женщина, девушка, служанка, девчонка, невеста, девка, отроковица, счастливица, возлюбленная, продавщица, счастливец, мисс, девочка, девушки
κορίτσι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jente, pike, frøken, datter, jenta, girl, piken
κορίτσι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flicka, flickan, tjej
κορίτσι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muija, tytär, tyttö, neitokainen, girl, tytön
κορίτσι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pige, datter, frøken, pigen, girl, piger
κορίτσι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slečna, děvče, dcera, holka, dívka, holku, holčička
κορίτσι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziewucha, dziewica, panna, dziewczyna, dziewczynka, panienka, buzia, dziewczyny, dziewczyną
κορίτσι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lány, lányt, girl, kislány
κορίτσι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kız, bayan, girl, bir kız, kızın, kızı
κορίτσι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жінка, обслуга, дівчинка, мила, юнка, дівчатко, дівчина, девушка
κορίτσι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bijë, vajzë, shoqe, gocë, vajzë e, vajza, vajzë të, vajze
κορίτσι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъщеря, момиче, момиченце, момичето, девойка
κορίτσι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дачка, дзяўчына, жанчына, девушка
κορίτσι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüdruk, girl, tüdruku, tüdrukut
κορίτσι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djevojci, djevojku, djevojčica, cura, djevojka, djevojke, girl
κορίτσι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stúlka, stelpa, gömul, gömul og, stúlku
κορίτσι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puella
κορίτσι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mergaitė, panelė, duktė, mergina, Girl
κορίτσι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
meiča, meitene, jauniete, meita, jaunkundze, girl, meiteni
κορίτσι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќерката, девојката, девојка, девојче, девојчето
κορίτσι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fiică, fată, fata, girl, fete, fata de
κορίτσι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dekle, girl, deklica, punca
κορίτσι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hálka, dievča, dievčina, girl
Στατιστικά δημοτικότητας: κορίτσι
Τυχαίες λέξεις