Influsso στα ελληνικά
Μετάφραση: influsso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενεργώ, επίδραση, σύγκρουση, επιρροή, ορμή, κρούση, επενέργεια, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- influenzare στα ελληνικά - επενέργεια, επιρροή, επενεργώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- influire στα ελληνικά - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- infondato στα ελληνικά - λάθος, αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι
- infondere στα ελληνικά - ενσταλάζω, εμπνέω, εμποτίσουν, εμποτίζουν, εγχύετε, εμποτιστεί
Τυχαίες λέξεις
Influsso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενεργώ, επίδραση, σύγκρουση, επιρροή, ορμή, κρούση, επενέργεια, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις: επενεργώ, επίδραση, σύγκρουση, επιρροή, ορμή, κρούση, επενέργεια, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν