Ingiungere στα ελληνικά
Μετάφραση: ingiungere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατάσσω, ορίζω, επιβάλλω, προβλέπω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Μεταφράσεις
- inghiottire στα ελληνικά - καταπίνω, καταποντίζω, χελιδόνι, τυλίγω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
- inginocchiarsi στα ελληνικά - γονατίζω, γονατίσει, γονατίζουν, γονατίσουν, γονατίσω
- ingiunzione στα ελληνικά - εντολή, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
- ingiuria στα ελληνικά - προσβάλλω, λοιδορώ, προσβολή, προπηλακίζω, προσβολής, την προσβολή, προσβάλλουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ingiungere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατάσσω, ορίζω, επιβάλλω, προβλέπω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Μεταφράσεις: διατάσσω, ορίζω, επιβάλλω, προβλέπω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την