Λέξη: κουκουβάγια

Σχετικές λέξεις: κουκουβάγια

κουκουβάγια αγγλικά, κουκουβάγια σε όνειρο, κουκουβάγια εικόνες, κουκουβάγια youtube, κουκουβάγια σύμβολο, κουκουβάγια ζουζουνια, κουκουβάγια ονειροκρίτης, κουκουβάγια χανιά, κουκουβάγια στα αγγλικά, κουκουβάγια φωτογραφίες

Συνώνυμα: κουκουβάγια

γλαύξ

Μεταφράσεις: κουκουβάγια

κουκουβάγια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
owl, owls, an owl

κουκουβάγια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lechuza, búho, buho, del búho, del buho

κουκουβάγια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eule, Eule, owl, Eulen, Nachteule

κουκουβάγια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chouette, hibou, effraie, owl, oiseau, la chouette

κουκουβάγια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gufo, civetta, del gufo, owl, gufo di

κουκουβάγια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dever, mocho, corujão, coruja, deva, bufo, Owl, da coruja, coruja de, da coruja de

κουκουβάγια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uil, owl, van de Uil, De Uil van, uil van

κουκουβάγια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сова, олух, сыч, полуночник, Owl, совы, сыча, филин

κουκουβάγια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ugle, Owl, uglen, ugla

κουκουβάγια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uggla, owl, ugglan, owlen

κουκουβάγια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarhapöllö, pöllö, owl, pöllön, yökyöpeli

κουκουβάγια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ugle, uglen, owl

κουκουβάγια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sýček, sova, owl, sovy, sovice, sovu

κουκουβάγια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sowa, owl, sowy

κουκουβάγια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bagoly, OWL, Az OWL, baglyot

κουκουβάγια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baykuş, Owl, baykuşu, kuşu, Baykuşum

κουκουβάγια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сова, дурень, жайворонок

κουκουβάγια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kukuvajkë, buf, kukuvajka, owl, bufin, mjellmën

κουκουβάγια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сова, кукумявка, бухал, улулица, на бухал

κουκουβάγια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сава, сова

κουκουβάγια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kakk, öökull, owl, öökulli, kassikakk

κουκουβάγια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
buljina, sova, sove, owl, ćuk

κουκουβάγια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uglan, ugla, Owl

κουκουβάγια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pelėda, Owl, pelėdos, apuokas

κουκουβάγια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pūce, owl, apogs, vientiesis, pūces

κουκουβάγια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
був, бувот, буф, утка, бухал

κουκουβάγια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bufniţă, bufniță, bufnita, owl, bufnita de, de bufniță

κουκουβάγια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sova, čuk, skovik, owl, sove

κουκουβάγια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výr, sova, owl, plamienka

Στατιστικά δημοτικότητας: κουκουβάγια

Τυχαίες λέξεις