Pudico στα ελληνικά
Μετάφραση: pudico, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, μετριόφρων, μέτρια, μικρή, μέτριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pubblico στα ελληνικά - ακροατήριο, κοινός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
- pubertà στα ελληνικά - ήβη, εφηβεία, την εφηβεία, εφηβείας, στην εφηβεία
- pudore στα ελληνικά - ντροπή, κρίμα, σεμνότητα, μετριοφροσύνη, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
- pugilato στα ελληνικά - πυγμαχία, πυγμαχίας, μποξ, εγκιβωτίζοντας, που εγκιβωτίζει
Τυχαίες λέξεις
Pudico στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, μέτρια, μικρή, μέτριο
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, μέτρια, μικρή, μέτριο