Λέξη: άρμα

Σχετικές λέξεις: άρμα

άρμα μάχης μ-48, άρμα πολιτών, άρμα του ήλιου, άρμα θέσπιδος, άρμα πάρνηθας, άρμα μάχης μ 113, άρμα της υπάτης, άρμα μάχης, άρμα μάχης armata, άρμα βοιωτίας

Συνώνυμα: άρμα

φλοτέρ, σχεδία, κουλούρα, δίτροχη άμαξα, αρχαίο άρμα

Μεταφράσεις: άρμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chariot, float, tank, a chariot, his chariot
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carro, carruaje, carroza, chariot, carro de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kulissenwagen, Streitwagen, Wagen, chariot
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voiture, char, charrette, chariot, chars, char de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carro, cocchio, chariot, carri, biga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
biga, carro, carruagem, chariot, quadriga
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kar, karretje, wagen, handkar, strijdwagen, blokkenwagen, chariot
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колесница, колесницу, колесницы, колеснице, колесницей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
chariot, vogn, vognen, stridsvogn, vogner
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chariot, vagn, vagnen, triumfvagn, triumfvagnen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärryt, sotavaunut, chariot, vaunuihinsa, vaununsa, vaunujen edessä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stridsvogn, vogn, Vognen, chariot, Vogne
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůz, dvoukolový vůz, chariot, kočár, chariot se
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rydwan, wóz, chariot, rydwanu, rydwanem, powóz
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
versenyszekér, szekér, szekerén, szekere, szekéren, szekérben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iki tekerlekli araba, araba, arabası, chariot, savaş arabası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колісниця, колесница, огняний, возе
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koçi, qerre, qerrja, qerren, qerren e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колесница, колесницата, колесници, колесниците
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калясьніца, Калясьніцу, калясніца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõjavanker, vankris, tõllas, chariot, vankrisse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kola, bojna kola, kočija, kočiju, ognjena kola
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vagn, Chariot, vagni, beita fyrir vagn, eldlegur vagn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vežimas, Chariot, kovos vežimai, kovos vežimas, rydwan
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaujas rati, Chariot, ratu, kaujas ratu, rati
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кочија, кола, кочијата, колесницата, кочии
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
car de război, car, carul, chariot, car de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
voz, kočija, Chariot
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dvojkolesový, dvojkolový

Στατιστικά δημοτικότητας: άρμα

Τυχαίες λέξεις