Λέξη: ρούμι

Σχετικές λέξεις: ρούμι

ρούμι zacapa, ρούμι λευκό, ρούμι για mojito, ρούμι θερμίδες, ρούμι μάρκες, ρούμι λεμόνι και λευκό κρασί, ρούμι κάντα, ρούμι τεκίλα και αφθονη μπυρα, ρούμι κοκτέιλ, ρούμι τιμή

Συνώνυμα: ρούμι

ρακί, ρώμα

Μεταφράσεις: ρούμι

ρούμι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rum, of rum, rums, rum sector, rum and

ρούμι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extraño, raro, ron, de ron, el ron, del ron, ron de

ρούμι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befremdend, rum, Rums

ρούμι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étrange, fantasque, rhum, excentrique, singulier, extraordinaire, extravagant, baroque, curieux, drôle, bizarre, le rhum, du rhum, de rhum, rum

ρούμι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bizzarro, strano, rum, il rum, rhum, di rum, rum E

ρούμι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquisito, excêntrico, rum, bizarro, barroco, estranho, de rum, o rum, cachaça, do rum

ρούμι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wonderlijk, vreemdsoortig, rum, eigenaardig, gek, raar, bizar, vreemd, de Rum, de Rum van, agricole

ρούμι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ромовый, подозрительный, чудной, странный, ром, рома, ромом, рум

ρούμι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pussig, rum, Rom

ρούμι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bisarr, besynnerlig, egen, underlig, egendomlig, konstig, rom, rum, rom som, rommen

ρούμι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omituinen, rommi, erikoinen, rommia, rommin, rum, rommiin

ρούμι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rom, Rum, Værelse, Værelser, rom af

ρούμι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podivínský, divný, zvláštní, podivný, rum, Rooms, rumu, Dvoulůžkový

ρούμι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rum, dziwny, dziwaczny, Pokoi, rumu, rumem, rumowy

ρούμι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rum, rumot, a rum, rumos, rummal

ρούμι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acayip, rom, Rum, The Rum, içki

ρούμι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ром, чудній, чудний, чудернацькою, розчином

ρούμι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rum, rum të, Rum i

ρούμι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ром, рома, на ром

ρούμι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ром, рам

ρούμι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rumm, rummi, rummile, rum, rummiks

ρούμι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rum, rakija, nastran, neobičan, alkohol, udaren, ruma, rumom, rum od

ρούμι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Rum, romm, rommi

ρούμι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
romas, romo, romą, rum, romu

ρούμι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rums, Rum, rumu, ruma, rumam

ρούμι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
румот, рум, на рум, среќавам

ρούμι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caraghios, rom, romul, rum, romului, de rom

ρούμι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rum, ruma, rum iz, za rum

ρούμι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rum, rumu
Τυχαίες λέξεις