Solito στα ελληνικά
Μετάφραση: solito, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνήθης, συνηθισμένος, κοινός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Μεταφράσεις
- solista στα ελληνικά - σολίστ, σολίστας, σολίστα, μονωδός, soloist
- solitario στα ελληνικά - ασκητής, ερημίτης, γλώσσα, μόνος, μόνο, μοναχός, μοναχικός, ...
- solitudine στα ελληνικά - μοναξιά, μοναξιάς, τη μοναξιά, η μοναξιά, της μοναξιάς
- sollecitare στα ελληνικά - βιάζομαι, πρεσάρω, σπεύδω, πιέζω, βιασύνη, προτρέπω, παροτρύνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Solito στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνήθης, συνηθισμένος, κοινός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Μεταφράσεις: συνήθης, συνηθισμένος, κοινός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη