Λέξη: σαρωτικός
Σχετικές λέξεις: σαρωτικός
σαρωτικόσ ανασχηματισμόσ μετά την εκταμίευση τησ δόσησ
Συνώνυμα: σαρωτικός
ευρύς, ευρύτατος, περιεκτικός
Μεταφράσεις: σαρωτικός
σαρωτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sweeping, sweep
σαρωτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrido, general, dramático, profundo, de barrido
σαρωτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausfegend, pauschale, fegend, weitgehend, Kehren, Kehr, geschwungenen, geschwungene, weitläufigen
σαρωτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balayant, balayeur, étendu, ample, vaste, large, balayage, de balayage, balayer, radicale
σαρωτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pulizia, radicale, ampio, spazzare, spazzamento
σαρωτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
varredura, extenso, arrebatadora, varrer, varrendo
σαρωτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vegen, vegende, het vegen, ingrijpende, prachtig
σαρωτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стремительный, огульный, решительный, радикальный, уборка, подметание, широкий, подметания, радикальные, радикальных
σαρωτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feiing, feiende, feie, overveldende
σαρωτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svepande, sopning, sopnings, gripande, genomgripande
σαρωτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läpikotainen, erottelematon, summittainen, laaja, laajat, lakaistaan, upea, on laajat
σαρωτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fejende, gennemgribende, fejning, fejer, feje
σαρωτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozsáhlý, dalekosáhlý, široký, prudký, zametání, zametací, uklízení, zametáním
σαρωτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozległy, odchylanie, omiatanie, zamaszysty, wymiatanie, zamiatanie, zamiatania, Sweeping
σαρωτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sodró, száguldó, elsöprő, lendületes, seprési, lenyűgöző
σαρωτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geniş kapsamlı, köklü, süpürme, kapsamlı, panoramik
σαρωτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прибирання, сміття, підмітання
σαρωτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjithëpërfshirës, gjithëpërfshirëse, gjithëpërfshirës të, gjithëpërfshirës i, dërrmuese
σαρωτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
метене, почистващи, за метене, метат, спадове
σαρωτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыпокi, падмятанне
σαρωτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühkimine, Tänavapühkimisteenused, sweeping, pühkimise, pühkimiseks
σαρωτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brisanje, čišćenje, brišući, metenje, dalekosežna
σαρωτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sópa, Víðtækt
σαρωτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valymas, šlavimas, platus, šluoti, veržlus
σαρωτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slaucīšana, slaucīšanas, slaucīšanai, sweeping, slaucītāji
σαρωτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
убедливо, сеопфатните, далекусежните, сеопфатни, сеопфатен
σαρωτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zdrobitoare, maturat, a maturat, măturat strada, măturare
σαρωτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radikální, pometanje, pometanja, za pometanje, pometalni
σαρωτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, prudké, rýchly, silný, prudkému