Dim στα ελληνικά
Μετάφραση: dim, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καυσαέριο, καπνοί, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις
- diletant στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- diletantski στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- dimenzije στα ελληνικά - διάσταση, καταμέτρηση, μέτρηση, διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις
- dimenzijom στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
Τυχαίες λέξεις
Dim στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καυσαέριο, καπνοί, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις: καπνίζω, καυσαέριο, καπνοί, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης