Λέξη: ατελιέ

Σχετικές λέξεις: ατελιέ

ατελιέ dmd, ατελιέ alessandra, ατελιέ νυφικών, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ 3-103, ατελιέ πολέντας, ατελιέ λουκία, ατελιέ οδού κυκλάδων, ατελιέ φειδίας

Συνώνυμα: ατελιέ

στούντιο, εργαστήριο καλλιτέχνου

Μεταφράσεις: ατελιέ

ατελιέ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
workshop, studio, atelier, ateliers, the studio, his studio

ατελιέ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
taller, estudio, estudio de, de estudio, del estudio, el estudio

ατελιέ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
werkstatt, reparaturwerkstatt, reparaturwerkstätte, Studio, Atelier

ατελιέ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séminaire, atelier, manufacture, studio, en studio, studios, studio de

ατελιέ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
officina, laboratorio, studio, Monolocale, studio di, in studio, da studio

ατελιέ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oficina, trabalhador, atelier, estúdio, estúdio de, studio, do estúdio, de estúdio

ατελιέ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atelier, werkplaats, studio, de studio

ατελιέ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
симпозиум, семинар, студия, мастерская, мастерской, секция, студии

ατελιέ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verksted, studio, Ettromsleilighet, studioet

ατελιέ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verkstad, studio, studion, ateljé

ατελιέ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työpaja, ateljee, työhuone, paja, verstas, studio, studiokuva, studiossa, studion

ατελιέ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
studio, studie, studiet, atelier

ατελιέ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dílna, továrna, studio, studiové, studia, ateliér, studiu

ατελιέ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
warsztat, manufaktura, zakład, pracownia, hala, studio, studyjny, apartament typu studio, typu studio, studyjne

ατελιέ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stúdió, studio, stúdióban, stúdióba, műterem

ατελιέ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stüdyo, Studio, stüdyosu, stüdyoda, bir stüdyo

ατελιέ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працює, машина, завод, студія, студия

ατελιέ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punishte, studio, në studio, studio e, studioja, studio të

ατελιέ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цех, студио, Studio, студиото, ЕДНОСТАЕН апартамент, студиен

ατελιέ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
студыя

ατελιέ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koosolek, meistriklass, tööseminar, stuudio, Studio, stuudios, stuudiosse, stuudiokorter

ατελιέ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radionica, radionici, studio, studijski, apartmanu, studio apartman, studio za

ατελιέ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stúdíó, vinnustofu, Studio, Vinnustofan

ατελιέ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
officina

ατελιέ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbtuvė, studija, Studio, studijoje, studijos

ατελιέ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cehs, darbnīca, seminārs, studija, studio, studijas, studijā, studio tipa

ατελιέ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Студио, студиото, студиски, Studio, ателје

ατελιέ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atelier, studio, de studio, studio de, Garsoniera, studioul

ατελιέ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delavnica, studio, atelje, studijski, Apartma

ατελιέ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výrobňa, štúdio, studio, salón
Τυχαίες λέξεις