Dospjelo στα ελληνικά

Μετάφραση: dospjelo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Dospjelo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doslovno στα ελληνικά - κυριολεκτικά, Πλήρη, αυτολεξεί, επί λέξει, λέξει, λέξη
  • dospijeće στα ελληνικά - ωριμότητα, λήξη, τη λήξη, ωριμότητας, ληκτότητα
  • dosta στα ελληνικά - πράγματι, νισάφι, αλήθεια, εντελώς, πολλά, αρκετός, αξιόλογος, ...
  • dostatan στα ελληνικά - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, αρκεί, επαρκές
Τυχαίες λέξεις
Dospjelo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται