Λέξη: βραχιόλι

Σχετικές λέξεις: βραχιόλι

βραχιόλι μάτι, βραχιόλι μάρτης, βραχιόλι μακραμέ, βραχιόλι lotus style, βραχιόλι translate, βραχιόλι evil eye, βραχιόλι μάτι μακραμέ, βραχιόλι με gps για ηλικιωμένους με αλτσχάιμερ, βραχιόλι επιβίωσης, βραχιόλι του μάρτη

Συνώνυμα: βραχιόλι

βραχιόλι βαρύ, περιβραχιόνιο, περιχειρίς, μανικέτι

Μεταφράσεις: βραχιόλι

βραχιόλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bracelet, bangle

βραχιόλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulsera, manilla, brazalete, pulsera de, la pulsera, brazalete de

βραχιόλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armband, Armband, bracelet

βραχιόλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bracelet, bracelet en, le bracelet, bracelet de

βραχιόλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
braccialetto, bracciale, braccialetto di, del braccialetto, il braccialetto

βραχιόλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pulseira, bracelete, pulseira de, bracelet, bracelete de

βραχιόλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armband, bracelet, armbanden, armband van

βραχιόλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запястье, браслет, браслета, браслет из, браслеты

βραχιόλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
armbånd, armbåndet, bracelet

βραχιόλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
armband, armbandet, länk

βραχιόλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rannerengas, rannekoru, rannekkeen, ranneke, rannekorut

βραχιόλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
armbånd, bracelet

βραχιόλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náramek, náramku, bracelet

βραχιόλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bransoletka, bransoleta, bransoletki, bransoletę, bracelet

βραχιόλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karkötő, karkötőt, karkötőjét, karperec, karkötõ

βραχιόλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilezik, Bracelet, bileklik, bileziği, bilekliği

βραχιόλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
браслет

βραχιόλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
byzylyk, byzylyk të

βραχιόλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гривна, гривни, гривната, гривна от

βραχιόλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бранзалет, браслет

βραχιόλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käevõru, earrings, käekett, bracelet

βραχιόλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lisice, narukvica, narukvicu, narukvice, narukvicu s, bracelet

βραχιόλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
armband, Bracelet, armbönd, eyrnalokkar

βραχιόλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apyrankė, apyrankės, apyrankę

βραχιόλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aproce, rokassprādze, rokassprādzi, aproces, rokassprādzes

βραχιόλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нараквица, белегзија, бразлетна, Хривнија, алка

βραχιόλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brăţară, brățară, bratara, brățară de, brățara, bratara de

βραχιόλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zapestnica, zapestnice, zapestnico, bracelet

βραχιόλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhrdelník, náramok

Στατιστικά δημοτικότητας: βραχιόλι

Τυχαίες λέξεις