Λέξη: παθολογικός
Σχετικές λέξεις: παθολογικός
παθολογικός ψεύτης συμπτωματα, παθολογικός ιστός, παθολογικός τζόγος, παθολογικός ψεύτης, παθολογικόσ τζογαδόροσ, παθολογικός νεογνικός ίκτερος, παθολογικόσ ίκτεροσ, παθολογικός ναρκισσισμός
Συνώνυμα: παθολογικός
νοσηρός, νοσώδης, καταπιεστικός, αναγκαστικός, πιεστικός, τυραννικός, υποχρεωτικός
Μεταφράσεις: παθολογικός
παθολογικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compulsive, pathological, pathologic, morbid, abnormal
παθολογικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patológico, patológica, patológicos, patológicas, anatomopatológico
παθολογικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwingend, pathologisch, krankhaft, pathologischen, pathologische, pathologischer
παθολογικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obligatoire, compulsif, pathologique, pathologiques, pathologie
παθολογικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patologico, patologica, patologici, patologiche, patologia
παθολογικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patológico, patológica, patológicos, patológicas, anatomopatológico
παθολογικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pathologisch, pathologische, van pathologische, ziekelijk
παθολογικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обязательный, принудительный, патологический, патологическая, патологическое, патологической, патологическим
παθολογικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patologisk, patologiske, spille, pathological, sykelig
παθολογικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patologiska, patologisk, patologiskt, sjukdoms, sjuklig
παθολογικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päättäväinen, patologinen, patologisia, patologiset, patologisten, patologisen
παθολογικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patologisk, patologiske, sygelig
παθολογικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povinný, patologický, patologické, patologická, patologických, patologického
παθολογικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałogowy, przymusowy, patologiczny, patologiczne, patologicznych, patologiczna, patologicznego
παθολογικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszállott, patológiás, patológiai, kóros, kórtani, patologikus
παθολογικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patolojik, patolojik bir, patoloji, patalojik
παθολογικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примусовий, обов'язковий, патологічний, патологічного
παθολογικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patologjik, patologjike, patologjike të, i sëmurë, i ngulët
παθολογικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патологичен, патологична, патологично, патологични, патологичното
παθολογικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паталагічны, паталагічнай, паталягічны, няма паталягічнага, паталягічнага
παθολογικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajendatud, patoloogiline, patoloogiliste, patoloogilise, patoloogilisi, patoloogilised
παθολογικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prinudan, obavezan, prinudna, nagonski, patološki, patološko, patološka, patoloških, patološke
παθολογικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúkleg, sjúklegt, sjúklegi, sjúklegar, meinafræðilega
παθολογικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patologinis, patologinė, patologinių, patologiniais, patologinės
παθολογικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patoloģisks, patoloģiski, patoloģiskā, patoloģisko, patoloģiska tieksme
παθολογικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патолошки, патолошка, патолошко, патолошките, патолошкиот
παθολογικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patologică, patologice, patologic, patologica, patologică de
παθολογικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
patološko, patološki, patološka, patoloških, patološke
παθολογικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nátlakový, chorobný, donucovací, nutkavý, patologický, patologické, abnormálne, abnormálne výsledky
Τυχαίες λέξεις