Eksploatirati στα ελληνικά
Μετάφραση: eksploatirati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eksplicitno στα ελληνικά - ρητά, ρητώς, σαφώς, ρητή
- eksploatacija στα ελληνικά - χρήση, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, αξιοποίησης
- eksplodiranja στα ελληνικά - έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, από εκρήξεις, εκρήξεως
- eksplodirati στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Τυχαίες λέξεις
Eksploatirati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει