Λέξη: δίψα
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα για ζωή, δίψα για εκδίκηση mega, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα και εγκυμοσύνη
Μεταφράσεις: δίψα
δίψα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
craving, thirst, thirsty, hunger, lust
δίψα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sed, la sed, de sed, sed de, de la sed
δίψα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sehnsucht, flehend, Durst, dürsten, Durst zu
δίψα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspiration, envie, gré, appétit, désir, soif, la soif, de soif, soif de, une soif
δίψα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sete, la sete, della sete, sete di, di sete
δίψα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sede, thirst, a sede, da sede, de sede
δίψα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dorst, de dorst, dorst te, dorsten, honger
δίψα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вожделение, жажда, стремление, жажду, жажды, жаждой, тяга
δίψα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tørst, tørste, tørsten, tørster
δίψα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törst, törsten, törstar, törsta
δίψα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mieliteko, hinku, tarve, jano, thirst, janon, janoon, janoa
δίψα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørst, tørsten, tørste, tørster
δίψα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žádostivost, chuť, touha, žízeň, žízně, žízní, hlad
δίψα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łaknienie, pragnienie, ochota, pragnąć, pragnienia, pragną, głód
δίψα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szomjúság, szomjúságot, szomjat, a szomjúság, szomjan
δίψα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
susuzluk, susama, thirst, susuzluğu, susuzluğunu
δίψα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спрага, жага, жадоба, жадання, прагнення
δίψα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
etje, etja, etjen, etja e, etjes
δίψα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жажда, жаждата, от жажда, жадуват
δίψα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смага, прага, прага да
δίψα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igatsemine, iha, igatsus, janu
δίψα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žudnja, žeđ, žeđi, žedan, ožednjeti, žeđaju
δίψα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þorsti, þorsta, þyrstir, þyrsta, þyrstur
δίψα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
troškulys, troškulį, troškimas, trokšta, troškulio
δίψα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slāpes, alkas, slāpēm, slāpst
δίψα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жед, жедта, со жед, жажда, за жед
δίψα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sete, setea, de sete, setei, însetați
δίψα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žeja, žejo, želja, žeje
δίψα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
túžba, smäd, smädný
Τυχαίες λέξεις