Ispravljanje στα ελληνικά
Μετάφραση: ispravljanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διόρθωση, διόρθωμα, αναμόρφωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Μεταφράσεις
- ispraviti στα ελληνικά - μπάλωμα, ανακτώ, επαναφέρω, σώζω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, ...
- ispravka στα ελληνικά - τροπολογία, αναβάτης, διορθωτικός, διορθωτικά, διορθωτικών, διορθωτικές, διορθωτικού
- ispravljati στα ελληνικά - σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
- ispravljač στα ελληνικά - ανορθωτής, ανορθωτή, ανόρθωσης, του ανορθωτή, ανορθώσεως
Τυχαίες λέξεις
Ispravljanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διόρθωση, διόρθωμα, αναμόρφωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Μεταφράσεις: διόρθωση, διόρθωμα, αναμόρφωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση