Izdržljivost στα ελληνικά
Μετάφραση: izdržljivost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμονή, αντοχή, δυνάμεις, αντίσταση, επιμονή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- izdržavanje στα ελληνικά - απασχόληση, συντήρηση, συντήρησης, διατήρηση, τη συντήρηση, διατροφής
- izdržljiv στα ελληνικά - ανθεκτικός, επίμονος, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική
- izdubiti στα ελληνικά - ναυαγώ, υπόκωφος, σκάβω, νεροχύτης, κοίλος, βαθουλωμένος, βυθίζω, ...
- izdubljen στα ελληνικά - τρύπα, κοίλος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Τυχαίες λέξεις
Izdržljivost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμονή, αντοχή, δυνάμεις, αντίσταση, επιμονή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
Μεταφράσεις: εμμονή, αντοχή, δυνάμεις, αντίσταση, επιμονή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς